- ζεμάτισμα
- το, -ατος1. βράσιμο.2. ζημιά.3. στενοχώρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζεμάτισμα — το [ζεματίζω] 1. η περίχυση με βραστό υγρό ή η εμβάπτιση σε αυτό («το ζεμάτισμα τών μακαρονιών») 2. το έγκαυμα που προκαλείται όταν χυθεί βραστό υγρό στο δέρμα 3. το συναίσθημα που προκαλείται από κάψιμο («ζεμάτισμα που κάνει ο ήλιος σήμερα») 4.… … Dictionary of Greek
ζεματισιά — η [ζεματίζω] το αποτέλεσμα τού ζεματίζω, το ζεμάτισμα … Dictionary of Greek
ζεματιστήρι — το [ζεματίζω] σκεύος που χρησιμεύει στο ζεμάτισμα … Dictionary of Greek
ζεματούρα — η το ζεμάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεματώ + κατάλ. ουρα (πρβλ. κλεισ ούρα, χαιρετ ούρα)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ζεματιστήρι — το το δοχείο που χρησιμοποιείται για το ζεμάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)